Τον Δεκέμβριο του 2008, ο Άγγελος, μαζί με χιλιάδες συμμαθητές του, κατέβηκε στους φλογισμένους δρόμους της Αθήνας. Για να απαντήσουν στη βαρβαρότητα των αστυνομικών, στην υποκρισία των πολιτικών και στον εκμαυλισμό μιας κοινωνίας που αργοπέθαινε. Εκείνη την άγρια νύχτα του Αγίου Νικολάου βρέθηκε για πρώτη φορά από το πεδίο της θεωρίας στο πεδίο της μάχης, και όταν εκσφενδόνισε την πρώτη του μολότοφ, ήταν σαν να περνούσε, με μια τελετουργική κίνηση, οριστικά στον κόσμο της ενηλικίωσης.
Συνεπαρμένος από τον ρομαντισμό της νιότης, αναζητούσε ανάμεσα στα οδοφράγματα και στις φωτιές, όπως και τα χιλιάδες παιδιά της τάξης του με τα sneakers και τα hoodies, μια απάντηση σε όσα τον έκαιγαν βαθιά μέσα του. Μια απάντηση σε όσα δεν έβρισκε στα βιβλία. Και τότε συνειδητοποίησε πως, όπως έλεγε και ένα σύνθημα για εκείνες τις ημέρες, ο Δεκέμβρης δεν ήταν απάντηση, ήταν ερώτηση. Φοιτητής πια, άρχισε να απομακρύνεται από το σπίτι του. Και όταν τηλεφωνούσε καμιά φορά, το έκανε πάντα με απόκρυψη. Μέχρι που χάθηκε.
Τον Φεβρουάριο του 2012, τις μέρες που εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατεβαίνουν οργισμένοι στους δρόμους απέναντι στα ανθρωποφάγα μνημόνια, οι γονείς του Άγγελου ακούνε εμβρόντητοι στο δελτίο των οκτώ πως το παιδί τους καταζητείται ως ληστής τραπεζών και επικίνδυνος τρομοκράτης.
Ο καταζητούμενος Άγγελος ακροβατεί πλέον στην κόψη της ζωής του: Αν ο Δεκέμβριος ήταν ερώτηση, τότε ο Φεβρουάριος ήταν απάντηση;