Ποτέ δεν έμαθα την ακριβή ημερομηνία που γεννήθηκα. Ήμουν απλώς ένα μωρό που κάποιος εγκατέλειψε στα σκαλιά ενός ιδρύματος, όπως και τόσα άλλα. Οι γυναίκες που με ανέθρεψαν έλεγαν πάντα ότι πρώτα τραγούδησα και μετά μίλησα. Ίσως γιατί μέσα από τις νότες μαλάκωνε κάπως η σκληρότητα του κόσμου, την οποία δυστυχώς γνώρισα από νωρίς. Κόντρα όμως σε κανόνες και εμπόδια, εγώ συνέχισα να τραγουδώ, να ονειρεύομαι και να γελάω… Mέχρι τη στιγμή που μου τα πήραν όλα καταδικάζοντάς με σε θανατερή σιωπή. Ίσως επειδή ήμουν γυναίκα... Ίσως επειδή δεν θέλησα να υποτάξω την ψυχή μου σε άγραφους νόμους. Μεγαλώνοντας, ερωτεύτηκα, πόνεσα, έκλαψα, γονάτισα, αλλά στο τέλος κατάφερα να κοιτάξω τη ζωή από τη μεριά που επέλεξα εγώ και όχι οι άλλοι. Στάθηκα όρθια και πάλεψα για όσα με έκαναν να χαμογελώ. Έδωσα μάχη για να μην επιτρέψω σε κανέναν να μου στερήσει το δικαίωμα στο όνειρο. Και τελικά κατάλαβα πως η πραγματική αγάπη δεν σε φυλακίζει, αλλά σε κρατά ελεύθερη μέσα στην αγκαλιά της. Με λένε Μενεξιά και το όνομά μου το πήρα από το χρώμα των ματιών μου…