«Μικρή μου, να θυμάσαι πάντα∙ το μπάλωμα όταν γίνεται δεν ξεγίνεται. Κοίτα, όμως, σαν καινούργιο δείχνει. Το μπάλωμα είναι τέχνη».
«Και τι ακριβώς σημαίνει μπάλωμα; Και γιατί να μην αγοράσεις καινούργιο; Αφού έχετε τόσους παράδες», απορούσε η Νόρα.
«Μπάλωμα είναι η επιδιόρθωση ενός πράγματος που χάλασε, αλλά δε θες να το αποχωριστείς ή δε γίνεται να το αποχωριστείς. Το μπάλωμα είναι τέχνη, μικρή μου. Είναι χάρισμα∙ να μπορείς να αλλάζεις κάτι που είναι πια παλιό ή ελαττωματικό και να το φτιάχνεις πάλι ώστε να σου αρέσει».
Η Νόρα, βαφτισμένη Ελεονώρα, νόθα κόρη του Μιχαήλου Χιωτέλλη, μαθαίνει την τέχνη του μπαλώματος στο σπίτι του πατέρα της, στη Μυτιλήνη, γύρω στα μέσα του 1800. Η ίδια, όμως, δεν μπαλώνει τα ρούχα της∙ μπαλώνει τα θλιβερά της ζωής της, ξεκινώντας από το όνομά της. Μόνο, όμως, το όνομα, γιατί ως νόθα επίθετο δεν έχει. Το ταλέντο της αυτό τη βοηθάει να επιζήσει από τα δεινά που πλήττουν το νησί και φέρουν τα πάνω κάτω στη ζωή της, να αντιμετωπίσει τους ανθρώπους που την πληγώνουν, με πρώτο τον αδελφό της, να δοθεί στον έρωτα χωρίς να υπολογίσει τους ηθικούς κανόνες και τελικά να αποκτήσει αυτό που πάντα επιθυμούσε: μια ταυτότητα. Κάθε μπάλωμα, όμως, έχει ένα αντίτιμο. Και η Νόρα τα πληρώνει όλα∙ και τα δεκατρία μπαλώματα. Γιατί τόσα χρειάστηκε να κάνει.