Ήταν λίγο πριν πάρει τη μεγάλη απόφαση. Ήταν 10 Οκτωβρίου. Μέρα σημαδιακή όπως κάθε δέκα στη ζωή της εκεί στη Βιέννη. Ξαπλωμένη στο χειρουργικό τραπέζι αφέθηκε στην παραζάλη του υγρού αναισθητικού. Το φως από πάνω της έγινε φεγγάρι που δάκρυσε. Ήθελε να θυμηθεί ποια ήταν. Πάλευε με το χθες και το σήμερα. Το υγρό στο αριστερό της χέρι άρχισε να κυλάει ζεστό ώσπου έφτασε στα κύτταρα του μυαλού της. Μα δεν άγγιξε τα δέκα γαλάζια κύτταρα της ψυχής της. Αυτά τα κύτταρα που την έκαναν να αγαπήσει και να σιχαθεί. Αυτά που αλλάζαν χρώμα κάθε φορά που πονούσε ή γελούσε. Αυτά που έκρυβαν βαθιά μέσα τους τη Θράκη και τις ρίζες της. Τη θεία Τατάνα και τη Μέλπω. Τον Άγγελο, την Εύα και τον Τάκη. Την κόρη της τη Λαμπερή. Αυτά που τώρα συρρικνώθηκαν σε δέκα μόνο, όσες και οι ιστορίες της ζωής της. Γιατί αυτά ήταν η καρδιά της, το είναι της. Εκείνη. Η Αλεξάνδρα Μαρτίνη.