Την έντυσε μες στα βελούδα της Ανατολής και τα μεταξωτά της Προύσας ο άντρας της. Τη γέμισε με διαμάντια, ζαφείρια και μαργαριτάρια από την αγορά της Ιστικλάλ. Θάμπωσαν τα βιολετιά μάτια της Βερονίκης, όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη νιόπαντρη, δεκάξι χρονών κορίτσι. Στα νερά του Βοσπόρου ξεπλύθηκε το βαμμένο από αίμα νυφικό κι έγινε πάλι άσπρο. Κόκκινο βαθύ από τον φόνο. Τρεις γυναίκες πήραν στα χέρια τους το μυστικό και το ταξίδεψαν πέρα από το νησί τους. Όρκος δυνατός∙ εκείνες και ο Θεός. Δρόμοι διαφορετικοί∙ πόνος ξέχωρος. Σεπτέμβρη μήνα έφτασε ο ξαφνικός επισκέπτης στην Πόλη που της πήρε μυαλό και καρδιά. Στην αγκαλιά του Τζόγια ξέχασε το χορό με τους αγγέλους στο ποτάμι. Μία μέρα και μία νύχτα κράτησε ο έρωτας αυτός. Χάθηκαν τα χνάρια του στη λαίλαπα του πολέμου και το ηλιοχαμόγελο της Ιστανμπούλ, όπως την έλεγε ο γέρος από την Οδησσό, έσβησε από τα χείλη της. Επιστροφή στο χθες. Ελλάδα που την πληγώνει. Φαντάσματα που δεν παίρνουν σάρκα και οστά. Μοίρα που δεν την ορίζει. Πέρασαν χρόνια πολλά∙ ζωή χωρίς ουσία, πρόσκαιρη κι εφήμερη. Νύχτα του Μάρτη. Το απρόσμενο. Τα μάτια του στα μάτια της. Ξάφνιασμα και ελπίδα. Έρωτας και αύριο. Σε σκόρπια χαρτιά έγραψε την ιστορία της η Βερονίκη.