Ούτε που μπορούσε να διανοηθεί η Μάγια Λοΐζου ότι το πολύτιμο βραχιόλι στο βάθος ενός ξεχασμένου κιβωτίου θα άλλαζε τόσο δραματικά τη ζωή της από τη στιγμή που το φόρεσε στο χέρι. Ούτε που μπορούσε να διανοηθεί και ο Αδριανός Καίσαρης ότι η βίαιη πτώση από την κορυφή θα τον οδηγούσε πίσω στον κόσμο που κάποτε του στράγγισε ανελέητα καρδιά και νου, μετατρέποντάς τον σε ένα ψυχρό και αδίστακτο θηρίο. Βαριά μυστικά και οδυνηρές αλήθειες απειλούν με όλεθρο το κάθε βήμα της Μάγιας, την ίδια ώρα που ο Αδριανός καλείται να γίνει πρωταγωνιστής σε ένα ανήθικο παιχνίδι με θύμα εκείνη. Ακόμη και ο έρωτας μοιάζει να γίνεται εχθρός σε μια στιγμή που τα λάθη του παρελθόντος τούς φέρνουν αντιμέτωπους με θανάσιμους κινδύνους. Κι όσο τα κύματα θεριεύουν, απειλώντας να παρασύρουν τα πάντα στο πέρασμά τους, οι ήσυχες όχθες φαντάζουν ολοένα και πιο μακρινές. Όπλο ή γυάλινη ασπίδα η αγάπη; Άγριος βράχος ή απάνεμη όχθη το τέλος του δρόμου για το κύμα; Νιώθοντας πολύ περήφανη για τα λόγια της, έκανε να τον προσπεράσει, αλλά το χέρι του, που τυλίχτηκε στο μπράτσο της και την τράβηξε κοντά του, εμπόδισε την περήφανη έξοδό της. «Προς το παρόν δεν πρέπει να μάθει κανείς», της υπενθύμισε. «Έχω τον τρόπο να ξέρω ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεσαι και τι κάνεις. Μπήκες σε μια πολύ επικίνδυνη οικογένεια, Μάγια, θέλω να το θυμάσαι αυτό. Ξέρεις πράγματα για μας και για το παρελθόν, που ίσως θα ήταν καλύτερα να παραμείνουν θαμμένα. Θα σε επισκέπτομαι», της υποσχέθηκε κάπως απειλητικά. «Και, πίστεψέ με, έχω πολύ οξυμένη την ικανότητα να αντιλαμβάνομαι το ψέμα με μια απλή ματιά», έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο παρατεταμένα. «Δώσ’ μου τώρα αυτή τη βαλίτσα», ακούμπησε την παλάμη του πάνω από τη δική της, που έσφιγγε μανιασμένα τη λαβή. «Θα κατέβουμε κάτω με όλους τους τύπους. Αγαπημένοι και χαμογελαστοί. Σαν να είναι μια ακόμη μέρα από τις τελευταίες που ζήσαμε παρέα ανάμεσα στους λύκους».