«Ήθελα να σου πάρω ένα ρολόι για να θυμάσαι κάθε ώρα και λεπτό πόσο σ’ αγαπώ». Ο Μάρκος έσυρε το δάχτυλό του στην πλατινένια αλυσίδα. «Στο ρολόι αυτό βρίσκεται όλη η αγάπη μου – όλη, ακούς;». Σε μια ονειρική παραλία ανθίζουν το καλοκαίρι οι λευκές ορχιδέες της άμμου. Και στο εύφορο κτήμα δίπλα στην ακτή μεγαλώνουν τέσσερις αχώριστοι φίλοι: ο Νικηφόρος και η Έλλη, δίδυμα αδέλφια, παιδιά του κτηματία· η Φιλιώ, κόρη του θυρωρού του κτήματος· κι ο Αντώνης, γιος ενός φτωχού ψαρά. Οι ακατάλυτοι δεσμοί που τους ένωσαν από τα παιδικά τους χρόνια τούς συνοδεύουν στα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα, αλλά και ως ενηλίκους, όταν η Έλλη αποφασίζει να θυσιάσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής της για να διασφαλίσει το μέλλον του αδελφού της, ενώ η Φιλιώ υποφέρει βουβά από τον χωρίς ανταπόδοση έρωτά της για τον Νικηφόρο. Αμείλικτα παιχνίδια της μοίρας και ραδιουργίες αδίστακτων ανθρώπων οδηγούν σε χωρισμούς, προδοσίες και ατυχήματα με τραγικές συνέπειες∙ ωστόσο, σε κάθε σκληρή δοκιμασία υπάρχει πάντα ένα ανεκτίμητο στήριγμα: η αγάπη σε όλες τις μορφές της – ερωτική, αδελφική, φιλική, μητρική. Γιατί η αληθινή αγάπη είναι σαν τη λευκή ορχιδέα: ριζωμένη γερά στην άμμο, αψηφά τα καταστροφικά στοιχεία της φύσης και τα αδέξια ποδοπατήματα των ανθρώπων κι ανθίζει ξανά με το πρώτο φιλί της άνοιξης.